Το διήγημα που ακολουθεί κάποιοι από εσάς το έχετε διαβάσει ξανά πριν από ένα χρόνο περίπου. Όμως πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ επίκαιρο, οπότε...
Καλή ανάγνωση!
ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Αυτό είναι το πρώτο μου βράδυ στην φυλακή. Είκοσι χρόνια κάθειρξη πρότεινε ο εισαγγελέας, είκοσι χρόνια κάθειρξη μου επέβαλλε το δικαστήριο. Όταν άκουσα την απόφαση, γέλασα. Όχι, όχι… δεν ήταν νευρικό το γέλιο μου. Ήταν πηγαίο. Αληθινό. Ήταν το γέλιο του θεατή που παρακολούθησε μια ξεκαρδιστική κωμωδία και φεύγοντας από το θέατρο τον ακολουθούν οι ατάκες και η μνήμη αυτών του χαρίζει την ελαφράδα στην ψυχή. Η αλήθεια είναι ότι σε όλη μου την ζωή δεν είχα χιούμορ. Ήμουν στεγνός άνθρωπος. Φορτωμένος από μια πεζή καθημερινότητα και ευθύνες. Πάντα κατηγορούσα τους ανθρώπους όταν ήταν ανεύθυνοι. Δεν ξέρω, ακόμα και τούτη την στιγμή, αν τελικά είχα δίκιο. Όμως έτσι ήμουν. Έχοντας το αίσθημα ευθύνης και τιμιότητας. Η τιμιότητα μου μάλιστα έφτανε στα όρια της βλακείας. Θα αναρωτιέστε βέβαια, πως ένας τόσο τίμιος άνθρωπος βρίσκεται στην φυλακή με ποινή είκοσι ετών καθείρξεως.
Για δυο πράγματα μπορώ να σας διαβεβαιώσω. Πρώτον, ότι οι αξιότιμοι κύριοι δικαστές μου τήρησαν με ευλάβεια το γράμμα του νόμου και δεύτερον ότι εγώ, είκοσι χρόνια στην φυλακή, δεν μένω. Και δεν εννοώ ότι θα δραπετεύσω. Κατά μία έννοια τουλάχιστον. Θα μείνω τόσο όσο χρειάζεται για να «λύσω κάποιες υποθέσεις» με τον εαυτό μου και τους ανθρώπους που αγαπώ. Διακρίνω στα μάτια σας την απορία. Καταλαβαίνω. Είναι λιγάκι θολά αυτά που σας λέω. Μάλλον πρέπει να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά, να σας τα εξιστορήσω από την αρχή της ζωής μου… ή τέλος πάντων φωτίζοντας κάποιες στιγμές της. Και για να σας λύσω και την απορία της φυλάκισης μου θα σας πω ότι βρίσκομαι εδώ έχοντας κατηγορηθεί για σωρεία ληστειών σε τράπεζες, για παράνομη οπλοκατοχή – αυτό είναι ψέμα βέβαια, αλλά κάτι τέτοια ψεματάκια κάνουν την δικαιοσύνη να φαίνεται πιο τυφλή από ότι είναι…. Αλλά για να λέμε και του στραβού το δίκιο με απάλλαξαν από τις κατηγορίες της παράνομης οπλοχρησίας, αντίστασης κατά της αρχής, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και κατοχής παράνομων ουσιών με σκοπό την παράνομη εμπορία! Ο καημένος ο αστυφύλακας που με συνέλαβε, θα σας πω αργότερα πως έγινε αυτό, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Από την μια το κατηγορητήριο που συνέταξε η υπηρεσία του και από την άλλη η συνείδηση του. Στο δικαστήριο, έστω και δύσκολα, υπερίσχυσε η συνείδηση. Παραδέχτηκε ότι όχι μόνο δεν προέβαλα καμιά αντίσταση αλλά ευγενικότατα τον ακολούθησα, παραδεχόμενος εξ΄ αρχής την ενοχή μου. Όσο για τις παράνομες ουσίες και την φθορά της ξένης ιδιοκτησίας οι κατηγορίες έπεσαν με μιας. Να σκεφτείτε ότι ούτε ο εισαγγελέας, ένας βλοσυρός άνθρωπος, εκ φύσεως και επαγγέλματος καχύποτπος, δεν τις υπερασπίστηκε…
Ληστείες κατά συρροή… ο δικηγόρος μου, τι «μου» δηλαδή, το δικαστήριο τον επέβαλε, εγώ ήθελα μονάχος μου να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, για να με καθησυχάσει μου είπε πως θα κάνουμε έφεση στην πρωτόδικη απόφαση και στο Εφετείο θα την κερδίσουμε την υπόθεση. Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο πορωμένοι με την δουλειά τους που η λογική έχει πάει περίπατο. Τον κατανοώ. Όσο για το υπερασπιστικό του έργο… ψέλισσε απλά δυο – τρεις νομολογίες, έτσι για να μην περάσει εντελώς απαρατήρητος και έτερον ουδέν. Ίσως να με καταριόταν κιόλας. Μια δίκη χωρίς παχυλή αμοιβή, μόνο κάτι ψίχουλα – την νόμιμη αποζημίωση. Και για το εφετείο από κεκτημένη ταχύτητα μίλησε. Έτσι γίνεται σε όλες τις δίκες, γιατί όχι και στην δική μου. Μόνο που εγώ αρνήθηκα. Φυσικά όχι λόγω σεβασμού στην πρωτόδικη απόφαση, απλά δεν είχε κανένα νόημα. Ούτε και απολογήθηκα. Τα είπα μια φορά στην αστυνομία, οπότε ήξεραν το πώς και το γιατί. Όταν ο πρόεδρος με ρώτησε αν έκανα τις ληστείες του απάντησα: «Ξέρουμε όλοι εδώ μέσα αν τις έκανα. Τι νόημα έχει να το συζητήσουμε;». Ο πρόεδρος, το κατάλαβα από τις γκριμάτσες που έκανε και από ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στο πρόσωπο του, ένιωσε προσβεβλημένος. Νευρίασε. Ίσως να προτιμούσε να έπεφτα στα πόδια του και να τον
παρακαλούσα να δείξει επιείκεια και ανθρωπιά. Αν έχεις ανθρωπιά κύριε πρόεδρε την δείχνεις από μόνος σου, δεν την αποδεικνύεις κατά περίσταση…
Μετά, τι να έλεγα στην απολογία μου; Θα μπορούσα να τους πω για την πρώτη φορά που μύρισα βασιλικό. Ή για την πρώτη φορά που τα νυχτολούλουδα ευωδίασαν την ψυχή μου. Θα μπορούσα να τους πω για τον παιδικό μου έρωτα. Αχ! Η Γαρυφαλλιά… στο νηπιαγωγείο γνωριστήκαμε. Στα διαλλείματα παίζαμε μαζί. Όταν έφτασε το καλοκαίρι, την τελευταία μέρα του σχολείου, έκοψα ένα λουλούδι και της το πρόσφερα. «Θέλω να σε παντρευτώ όταν μεγαλώσουμε», της είπα. Ντράπηκε. Πήρε το λουλούδι και έφυγε τρέχοντας. Μόνο για μια στιγμή κοντοστάθηκε, σαν να έβλεπα ταινία στον κινηματογράφο, γύρισε προς το μέρος μου με κοίταξε και έφυγε. Ίσως και να χαμογέλασε.
Με την Γαρυφαλλιά δεν παντρευτήκαμε ποτέ. Εκείνο το καλοκαίρι μετακόμισε η οικογένεια της και δεν την ξανάδα. Να ΄ναι καλά, όπου και να ΄ναι. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας, και λένε ότι τον πρώτο έρωτα δεν τον ξεχνάς ποτέ. Ίσως και να ΄ναι έτσι. Δεν ξέρω και δεν ρώτησα και τους δικαστές να μου πουν την γνώμη τους!
Αυτές οι στιγμές είναι η δική μου απολογία. Αν είμαι ένοχος ή αθώος δεν θέλω να το κρίνω εγώ. Και μια δικαστική απόφαση λίγο λαμβάνει υπόψη της τον άνθρωπο. Είναι σαν να βλέπω μπροστά μου τον πρόεδρο να σηκώνει τον δείχτη του χεριού του και να λέει: «Κατηγορούμενε, το δικαστήριο δεν ενδιαφέρετε για το ηλιοβασίλεμα που περιγράφετε. Στην ουσία παρακαλώ!»
Αυτή είναι η ουσία κύριοι δικαστές. Ένα ηλιοβασίλεμα φθινοπωρινό, στην ακροθαλασσιά με την αγαλλίαση των χρωματισμών και τον πόνο της μοναξιάς. Ήταν τέλη Σεπτέμβρη όταν θέλησα να προσφέρω λίγη ηρεμία στον εαυτό μου και πήγα σε μια έρημη παραλία. Μόνο που η ηρεμία δεν ερχόταν στην ψυχή μου. Η φύση σαν να με ένιωθε, μου έκανε δώρο ένα από τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να ήθελε να μου δώσει ένα καλό μάθημα. Να μοιραστώ την ζωή μου, γιατί όταν μοιράζεσαι κάτι, αυτό πολλαπλασιάζετε, ενώ αν θελήσεις να το γευθείς μονάχος μπορεί και να σε πληγώσει. Εκείνο το απόγευμα ήταν που πήρα την απόφαση να παντρευτώ. Την επόμενη μέρα αγόρασα ένα δακτυλίδι και ένα μπουκέτο λουλούδια και πήγα να βρω την Ναυσικά. Της ζήτησα να παντρευτούμε. Είμαστε είκοσι χρόνια μαζί. Καλά περάσαμε. Με τις χαρές μας και τις λύπες μας. Όλα της ζωής είναι και όλα έχουν την αξία τους. Και αφού θέλετε να απολογηθώ θα το κάνω.
Όχι για σας κύριοι δικαστές. Για μένα θα το κάνω. Και δεν είναι καν απολογία. Δεν έχω, πραγματικά δεν έχω, κανένα λόγο για να απολογηθώ. Η απολογία προϋποθέτει ενοχή και εγώ δεν νιώθω ένοχος. Τουλάχιστον σε αυτά που εσείς με κατηγορείτε. Εντάξει, τις έκανα τις ληστείες. Αυτό δεν το αρνήθηκα ποτέ. Όμως αν κάπου είμαι πραγματικά ένοχος ήταν επειδή άφησα την ζωή μου να φύγει μέσα από τα χέρια μου. Να περάσει απαρατήρητη από μένα. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με όλα τα άλλα ζωντανά της γης. Όχι μόνο αισθανόμαστε όπως και αυτά, αλλά έχουμε και το νου να καταλαβαίνουμε και το γεγονός πως αισθανόμαστε καθώς και την μικρή διάρκεια της ζωής μας.
Όμως κύριοι δικαστές, δεν ξέρω πως στο διάολο γίνεται αυτό, ξεχνιόμαστε. Καταστρέφουμε την κάθε μέρα μας, την κάθε ώρα μας, το κάθε λεπτό που μας απέμεινε για να ζήσουμε. Το καταστρέφουμε , λέει, για να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο αύριο και χάνουμε το σήμερα. Και έρχεται η στιγμή που γινόμαστε ανάμνηση της ιστορίας. Και το βιβλίο των απομνημονευμάτων μας είναι με άγραφες σελίδες.
Ναι κύριοι δικαστές. Είμαι ένοχος για κείνα που δεν έζησα. Που δεν πήγα στην Ρώμη με την γυναίκα μου. Από τότε που παντρευτήκαμε μου τόλεγε: «Νικήτα, το καλοκαίρι να πάμε στην Ρώμη». Όμως τα καλοκαίρια ερχόντουσαν και έφευγαν και εμείς δεν πήγαμε στην Ρώμη. Τον πρώτο χρόνο ήταν πολλά τα έξοδα. Τον επόμενο είχαμε το πρώτο μας παιδί, την Ευρυδίκη. Μετά ακολούθησε ο Αντώνης. Οι υποχρεώσεις έγιναν περισσότερες και οι δικαιολογίες ακόμα πιο πολλές.
Καθόμουν κάποια βράδια στο μπαλκόνι του σπιτιού και έβλεπα τις πολυκατοικίες γύρω μου. Και ονειροπολούσα. Να ΄μουν πλούσιος, λέει, να είχα ένα σπίτι στην ακροθαλασσιά και να αγνάντευα στον ορίζοντα. Και όταν βαριόμουν να έπαιρνα την Ναυσικά και να πηγαίναμε στην Ρώμη, στο Παρίσι, στη Βουδαπέστη, σε όλο τον κόσμο. Αλλά και τα ονειράτα μου λάθος τα έκανα. Ερχόντουσαν εμβόλιμες οι σκέψεις για την δουλειά, τα χρέη και σιγά σιγά αυτές οι καταραμένες σκέψεις γινόντουσαν κυρίαρχες και έπνιγαν την ονειροπόληση. Και τα λεφτά… φτηνή δικαιολογία ήταν. Υπήρξαν οι εποχές που τα βολεύαμε καλά. Θα μπορούσαμε να πάμε στην Ρώμη. Είχαν ξεπεταχθεί και τα παιδιά, ακόμα και ο Περικλής που ήρθε τρία χρόνια μετά τον Αντώνη, είχε κλείσει τα πέντε όταν τα οικονομικά μας γνώριζαν δόξες. Τέλος πάντων. Μετρήσαμε τον χρόνο λάθος. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι το κάθε λεπτό που φεύγει είναι μοναδικό και όμοιο του δεν θα υπάρξει άλλο.
Μα, θα με ρωτήσετε, στιγμές όμορφες δεν έζησες; Έζησα κύριοι δικαστές. Φυσικά και έζησα. Και αυτές είναι που με συντροφεύουν στις δυσκολίες μου. Όμως οι άλλες, αυτές που δεν έζησα, είναι εκείνες που με πνίγουν. Και τώρα ενώπιον σας, έτσι για να σας έχω μάρτυρες στην εξομολόγηση μου, θέλω να πω για τούτες τις ορφανές στιγμές. Θα αναρωτιέστε τώρα τι με έπιασε και μιλάω σαν γέρος ογδόντα ετών. Είναι αυτό που έλεγα για τον χρόνο. Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μου, θα πούμε και για τον χρόνο αλλά αργότερα.
Αλλά μιας και το έφερε η κουβέντα για τον χρόνο να σας πω ότι γεννήθηκα πριν από 47 χρόνια σε ένα μικρό ορεινό χωριό, από γονείς φτωχούς πλην τίμιους. Δύσκολα τα έφερναν βόλτα, είχαν να θρέψουν, εκτός από τους ίδιους, άλλα πέντε στόματα. Τέσσερα παιδιά και την μακαρίτισσα την γιαγιά μου – απ΄ την πλευρά του πατέρα μου. Μεροδούλι – μεροφάι ήταν η ζωή τους. Εγώ ήμουν το μικρότερο παιδί στην οικογένεια. Αυτό είχε τα καλά του, είχε και τα στραβά του. Το καλό ήταν ότι είχα πολλούς για να με φροντίζουν και το κακό είναι ότι, από την πλευρά των γονιών μου, μάλλον με «αυτόματο πιλότο» μεγάλωσα.
Οι καλύτερες στιγμές μου, τις θυμάμαι πάντα με νοσταλγία, ήταν όταν με έπαιρνε στην αγκαλιά της η γιαγιά και μούλεγε παραμύθια και ιστορίες από την ζωή της. Μερικές φορές μάλιστα, με μπέρδευε. Ανακάτωνε τις ιστορίες μεταξύ τους και κάθε φορά έκανε διαφορετικό συνδυασμό. Δεν ήξερα αν αυτά που μούλεγε ήταν αλήθεια ή τά΄ βγαζε απ΄ το μυαλό της. Ίσως να συνέβαιναν και τα δύο.
Η γιαγιά μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία. «Να ζήσω παιδάκι μου», έλεγε πολλές φορές, «να σε δω παντρεμένο. Μόνο που θέλω να αγαπάς την οικογένεια σου. Να φροντίζεις τα παιδιά σου». Αυτά τα λόγια δεν τα ξέχασα ποτέ. Με σημάδεψαν και με συντρόφευσαν σε όλη μου την ζωή. Είχαν ριζώσει τόσο καλά στην ψυχή μου που καμιά κατάσταση δεν μπόρεσε να τις ξεριζώσει.
Ίσως να λάθεψα στον τρόπο που τα φρόντιζα τα παιδιά μου, αλλά αυτή η φροντίδα ήταν πάντα ο οδηγός μου. Κάθε γονιός δυο σφάλματα κάνει. Το ένα είναι ότι προσπαθεί να αποφύγει τις λαθεμένες, κατά την κρίση του, πράξεις των δικών του γονιών και το άλλο είναι ότι εντέλει αντιγράφει τους δικούς του γονείς. Αυτά τα σφάλματα ούτε και εγώ τα απέφυγα, μόνο που άργησα να το καταλάβω. Τα παιδιά μου είχαν πια μεγαλώσει, είχε φτιαχτεί το είναι τους και εγώ βρήκα σύμβουλό μου το χειρότερο. Τις ενοχές μου. Και δεν μπορούσα να τις κουμαντάρω.
Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά και με ήθελαν κοντά τους εγώ έλειπα και όταν αυτά μεγάλωσαν και ήθελαν μόνα τους να γευθούν τις στιγμές τους εγώ τα φόρτωνα με την παρουσία μου. Δεν λέω πως θα ΄πρεπε να εξαφανιστώ απ΄ την ζωή τους, αλλά θέλει τρόπο αυτή η επαφή. Και εγώ αυτόν τον τρόπο δεν τον είχα. Βέβαια τον τελευταίο χρόνο είχα αλλάξει… έφταιγε η ρημάδα η δουλειά. Όλα στραβά μου πήγαν. Θα σας τα πω και αυτά, έχουν την σημασία τους.
Όπως σας είπα, έχω τρία παιδιά. Την Ευριδίκη, δεκαεννιά χρονώ κοπέλα, σπουδάζει στη νομική. Θέλει να γίνει σαν εσάς, δικαστίνα. Αυτό το κορίτσι είχε πάντα το αίσθημα του δικαίου, που λένε. Δεν ξέρω τι απόφαση θα έπαιρνε αν ήταν στην θέση σας. Ίσως να ήταν ίδια με την δική σας: «Σύμφωνα με τον νόμο τάδε και τάδε σας κρίνω ένοχο. Κύριε εισαγγελέα επί της ποινής»! Το είδα στα μάτια της κύριοι δικαστές. Όταν ο πρόεδρος ανακοίνωνε την απόφαση του δικαστηρίου η ματιά της έλαμψε. Ένιωσε το δίκαιο να επικρατεί! Ευτυχώς που δεν είναι ακόμα δικαστίνα και άφησε την ψυχή της να νιώσει και να εκφραστεί. Λέω πως την καταλαβαίνω, αλλά από την άλλη δεν καταλαβαίνω πως γίνεται και αυτή δεν καταλαβαίνει πως νιώθω εγώ. Μπερδεμένη ιστορία ο άνθρωπος.
Κάποτε αυτός ο ορθολογισμός της με είχε βολέψει. Είχαμε ένα άγριο καυγά με την Ναυσικά. Δεν αφιέρωνα, έλεγε, καθόλου χρόνο για τα παιδιά, την οικογένεια και άλλα τέτοια. Δίκιο είχε εδώ που τα λέμε, αλλά και εγώ είχα το δικό μου δίκιο. Είχα ένα μαγαζί, εμπορευόμουν ρούχα, και όλες τις ώρες τις έτρωγα εκεί. Μεγάλος ο ανταγωνισμός και τα ωράρια εξαντλητικά. Το βράδυ όταν γυρνούσα σπίτι ήμουν τόσο κουρασμένος που το μόνο που ήθελα ήταν να χαλαρώσω καμιά ώρα και να πάω για ύπνο. Και η Ευριδίκη – κοίτα πως δένει το όνομα καμιά φορά – δώδεκα χρονώ τότε, άκουσε τον καυγά και ήρθε στην κουζίνα, στον χώρο που συνήθως λογομαχούσαμε με την Ναυσικά. «Μαμά», της είπε, «ο μπαμπάς δουλεύει τόσες ώρες για να φέρνει λεφτά στο σπίτι. Αν δεν δουλέψει τι θα κάνουμε;». Έλειπα και στην Ευριδίκη. Όμως έβαλε την λογική της πάνω από τα συναισθήματα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή όχι, όμως αυτή ήταν και είναι η Ευριδίκη. Ο Αντώνης από την άλλη, τώρα είναι στα δεκαοχτώ, τελείωσε την τεχνική σχολή, δεν τά΄ παιρνε τα γράμματα και από νωρίς τον στείλαμε να μάθει ηλεκτρολόγος και τώρα ετοιμάζεται για το στρατιωτικό του. Ο Αντώνης λοιπόν, αν και ζόρικο παιδί, κατά βάθος είναι πολύ ευαίσθητος. Η ανασφάλεια είναι που τον κάνει να δείχνει αγριωπός. Τον είδατε πως έφυγε από δω σχεδόν τρέχοντας μόλις άκουσε τα «είκοσι χρόνια κάθειρξη»; Δεν ήθελε να δείτε το δάκρυ του. Εκείνη την στιγμή ήθελα να βγω έξω από την αίθουσα και να τον αγκαλιάσω. Όχι ότι η Ναυσικά ή τα άλλα τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από μια αγκαλιά. Αλλά ο Αντώνης δεν ξέρει πώς να ξεσπάσει. Ίσως ετούτη την ώρα να είναι σε κανένα μπαρ και να πίνει μέχρι να μεθύσει. Θυμάμαι, όταν ήταν εννιά χρονώ, τον έπιασε η μάνα του να έχει πάρει μια γόπα από τσιγάρο και να προσπαθεί να την ανάψει. Κυριακή ήταν, δεν δούλευα εκείνη την μέρα. Με φωνάζει η Ναυσικά για να μου πει τι είχε αντικρύσει. Θόλωσα και φέρθηκα όπως θα είχε φερθεί και ο πατέρας μου… άρχισα να τον χτυπώ, που σε πονεί και που σε σφάζει, που λένε. Ο Αντώνης δεν έβγαλε άχνα. Ούτε ένα δάκρυ. Και όσο τον έβλεπα ανέκφραστο, τόσο νευρίαζα. Θα του΄ χα κάνει μεγάλο κακό αν δεν έμπαινε στην μέση η Ναυσικά: «Νικήτα, σταμάτα! Θα το σκοτώσεις το παιδί! Νικήτα!». Κάποια στιγμή, το βράδυ, όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, τον είδα να κάθεται στο πάτωμα, στο σαλόνι, με κλειστό το φως και να κλαίει. Ένιωσα άσχημα. Και πιο πολύ άσχημα ένιωσα που δεν τον πλησίασα να τον πάρω μια αγκαλιά. Να μιλήσω μαζί του. Για τα δικά του σφάλματα και για τα δικά μου σφάλματα. Αυτή είναι μια άλλη αγκαλιά που του χρωστάω. Μαζί με την συγνώμη για ότι έκανα λάθος.
Ο Περικλής, το στερνοπούλι μας, είναι τώρα στα δεκαπέντε. Καλό παιδί και αυτό. Το πιο καλομαθημένο. Όμως δεν είναι άβουλος, το κάθε άλλο. Και δεν ντρέπεται να πει την γνώμη του, όποια και αν είναι αυτή. Ακούσατε που φώναξε κάποιος «Ντροπή!»; Ο Περικλής ήταν. Έχει και αυτός το δίκαιο μέσα του. Μόνο που πολλές φορές είναι αλλιώτικο από των πολλών. Δεν νοιάζεται για τους τύπους. Η ουσία τον ενδιαφέρει. Και είναι και μελετηρό παιδί. Όχι μόνο για τα μαθήματα του σχολείου του, όπως η Ευριδίκη. Διαβάζει και άλλα βιβλία. Έτσι θρασύς και ντόμπρος που είναι, τον φοβάμαι λιγάκι σε τούτη την κοινωνία των υποκριτών. Αλλά θα τα καταφέρει.
Αυτά είναι τα παιδιά μου κύριοι δικαστές. Αυτά είναι τα παιδιά που έφερα στον κόσμο με δική μου ευθύνη και που ακόμα δεν έχουν ανοίξει τα φτερά τους. Ακόμα πάνω μου στηρίζονται. Μόνο που τώρα πια εγώ δεν μπορώ να τα στηρίξω. Ούτε να τα βοηθήσω. Έχει δύσκολο ρόλο η Ναυσικά. Πρέπει μόνη της να πορευτεί και δεν είναι εύκολο. Όχι ότι δεν έχει τις δυνατότητες. Μα αλλιώς έχει μάθει. Πώς να αρχίσεις μια άλλη ζωή στα σαράντα δύο σου με τόσες σκοτούρες, τόσες ευθύνες, τόση λύπη. Αχ! Ναυσικά μου! Είμαι αδύναμος πια. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Και τόσα χρόνια σε πλήγωσα. Και δεν σε πήγα και σε κείνο το ρημαδιασμένο ταξίδι στην Ρώμη. Περάσαμε πολλά μαζί.
Όμως έχεις και εσύ ευθύνη. Με τον τρόπο σου μου επέτρεψες να μιζεριάσουμε. Έπρεπε να με ταρακουνήσεις. Μια φορά το προσπάθησε η Ναυσικά να με ταρακουνήσει και ήταν στην χειρότερη στιγμή μου. Είχα «τυφλωθεί». Ρίξαμε έναν καυγά τότε! Πάνε τώρα πέντε χρόνια, η αρχή της κατρακύλας μου. Όλος ο κόσμος είχε παθιαστεί με το χρηματιστήριο. Ξαφνικά θα γέμιζε η γη πλούσιους! Δεν θα υπήρχε κανείς φτωχός! Παρά μόνο ο δειλός! Και γω που ήμουν μέχρι τότε ένας απλός άνθρωπος που κοίταζε μόνο την δουλίτσα του, αποφάσισα να τολμήσω. Με έπεισε βλέπετε ο Αποστόλης. Ο Αποστόλης είχε κατάστημα υποδημάτων, απέναντι από το δικό μου μαγαζί. Με έφαγε: «Μωρέ Νικήτα, θα πεθάνουμε και ακόμα παπούτσια και ρούχα θα πουλάμε. Τι μιζέρια είναι αυτή; Κοίτα τον Τάκη, καινούριο τζιπ αγόρασε μέσα σε ένα μήνα! Α! εγώ το πήρα απόφαση. Έχω κάτι λεφτουδάκια στην άκρη, θα τα ρίξω στο χρηματιστήριο να δω καμιά άσπρη μέρα».
Εγώ στην αρχή είχα αντιρρήσεις. Που να μπλέκεις τώρα… τι σχέση είχα εγώ με μετοχές, με μερίδια, με χρηματιστήρια! Όμως έβλεπα τον Τάκη, τον Γιώργο, τον Λεωνίδα… όλοι τους είχαν παρατήσει τις δουλειές τους και συζητούσαν για τα κέρδη τους. Και είχα και τον Αποστόλη να με πιλατεύει. Δεν του κρατάω κακία. Θύμα ήταν και αυτός! Με τα πολλά το πήρα απόφαση. Έβγαλα από την τράπεζα κάτι οικονομίες που είχα, για την κακιά την ώρα, και τά ΄ριξα στο χρηματιστήριο. Κάθε μέρα με έπαιρνε τηλέφωνο, έτσι είχαμε συνεννοηθεί, ο χρηματιστής που με είχε αναλάβει και μού΄ λεγε: «Νικήτα, τόσα κερδίσαμε σήμερα»! Άρχισα να πιστεύω ότι ήταν ζήτημα χρόνου για να λυθεί το οικονομικό μου πρόβλημα. Αλλά το κεφάλαιο που είχα ρίξει ήταν μικρό, δεν έβγαινε έτσι η δουλειά! Με πίεζε και ο χρηματιστής «Βρες λεφτά, τώρα που είναι ευκαιρία», μιλούσαν και όλοι με σιγουριά για το πόσο καλά πάει το χρηματιστήριο, πολύ θέλει ο αδαής; Αποφάσισα να πάρω δάνειο. Εκεί ήταν που αντέδρασε η Ναυσικά. Και όταν είχα βγάλει τα λεφτά από την τράπεζα είχε στενοχωρηθεί. «Μωρέ Νικήτα», μου είχε πει, «μήπως τα χάσουμε;». Μα είδε την σιγουριά μου και έκανε πίσω. Όταν όμως της είπα για το δάνειο ήταν κάθετα αντίθετη. Πάντα φοβόταν τα δάνεια. Εντάξει να χάναμε τα λεφτά που είχαμε στην άκρη, άσχημο θα ήταν αλλά δεν θα καταστρεφόμασταν κιόλας! Αν όμως δεν μπορούσαμε να εξοφλήσουμε το δάνειο; Και καυγαδίσαμε. Και βγήκαν όλα της τα παράπονα. Για το ότι την είχα παραμελήσει, για το ταξίδι στη Ρώμη που ποτέ δεν κάναμε, για τις ώρες που έλειπα από το σπίτι… όλα τα θυμήθηκε. Εγώ όμως, όπως σας είπα, είχα τυφλωθεί.
Μετά από μια βδομάδα πήρα δάνειο από την τράπεζα και το΄ ριξα στο χρηματιστήριο. Και πως τάφερε η τύχη και από την επόμενη μέρα το χρηματιστήριο άρχισε να πέφτει. «Διορθώνονται οι τιμές» με καθησύχαζε ο χρηματιστής, «Θα ανέβει πάλι και μάλιστα πολύ». Τώρα γιατί όταν πέφτουν οι μετοχές λένε ότι διορθώνονται ποτέ δεν το κατάλαβα. Διόρθωση στην διόρθωση οι μετοχές είχαν πάρει την κατρακύλα. Υπομονή στην υπομονή έχασα ότι είχα κερδίσει και άρχισα να χάνω και από το κεφάλαιο. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Να «σκοτώσω» τις μετοχές μου και ότι σώσω ή να περιμένω μπας και ανέβει, να βγάλω τουλάχιστον το κεφάλαιο; Και περίμενα. Και εκεί που μας χρωστούσαν μας πήραν και το βόδι! Όχι μόνο έχασα τις οικονομίες μου, είχα και ένα βαρβάτο δάνειο να τρέχει. Και η δουλειά να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Ότι και αν μου έλεγε η Ναυσικά δίκιο θα είχε. Αλλά δεν είπε τίποτε. Και αυτό ήταν το χειρότερο. Και δεν έφτανε που δεν έκανε ούτε καν ένα σχόλιο αλλά πρότεινε και μια λύση που δεν θα τολμούσα ποτέ να μην προτείνω εγώ.
Ένα μικρό χωραφάκι που το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της… καταλαβαίνετε… Κοψοχρονιά το δώσαμε! Καταφέραμε τουλάχιστον να ξοφλήσουμε το μεγαλύτερο μέρος του δανείου. Είχε φτάσει η κακιά ώρα που φοβόμασταν αλλά οικονομίες δεν είχαμε. Μόνο χρέη. Προσπαθούσα να τα κουτσοβολέψω με το μαγαζί. Αλλά όπως σας είπα η δουλειά δεν τράβαγε. Και τα έξοδα κάθε μέρα και γινόντουσαν περισσότερα. Είχα φτάσει σε σημείο απόγνωσης.
Όχι, όχι, δεν ήταν τότε που αποφάσισα για τις ληστείες. Αυτό έγινε αργότερα. Τότε προσπάθησα να τα βγάλω πέρα μόνο με την δουλειά μου. Η αλήθεια είναι πως δεν τα κατάφερνα. Βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Σκέφτηκα να αλλάξω δουλειά, αλλά τι να έκανα; Μ΄ αυτό το μαγαζί είχα μεγαλώσει. Άλλες γνώσεις δεν είχα. Τα βράδια, σαν γυρνούσα απογοητευμένος στο σπίτι, αντίκριζα το βλέμμα της Ναυσικάς… με κοίταζε με ένα τρόπο! Σαν να μού΄ λεγε: «Λυπάμαι για σένα» και «Δεν στα ΄λεγα γω;». Σκηνή όμως δεν μου έκανε ποτέ. Ο καυγάς μας είχε ολοκληρωθεί εκείνο το βράδυ που της είχα πει ότι θα έπαιρνα το δάνειο. Ήμουν ξεροκέφαλος. Τυφλώθηκα. Αν είχα εκείνες τις οικονομίες θα μπορούσα να κάνω ένα άνοιγμα στην δουλειά. Ενώ έτσι…
Με τα πολλά, για να μην πολυλογώ, καταλαβαίνω, έχετε και σεις τις δουλειές σας, τις έννοιες σας, λέτε τώρα από μέσα σας «Άντε Νικήτα, στην ουσία, να τελειώνουμε!». Δίκιο έχετε. Μα για σκεφτείτε λίγο, τι είναι η ζωή; Ένα πέρασμα, σε λίγο χρόνο. Μη βιάζεστε λοιπόν. Δεν υπάρχει λόγος. Όσο και αν βιαστούμε εμείς οι άνθρωποι πάντα κάποιο υπόλοιπο θα αφήσουμε πίσω μας!
Τέλος πάντων. Σας έλεγα ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο αμήν. Και να ΄ναι καλά η Ναυσικά, έδωσε ξανά μια λύση. «Νικήτα», μου είχε πει, «να βρω και γω μια δουλειά. Τα παιδιά μεγάλωσαν, δεν με έχουν ανάγκη πια!». Στην αρχή ήμουν αρνητικός. Δεν ήθελα να βγει στην δουλειά η Ναυσικά. Δεν ξέρω αν ήμουν συντηρητικός ή όχι, αλλά θεωρούσα ότι η προσφορά της στο σπίτι ήταν σημαντική και απαραίτητη. Μετά ήταν και οι ενοχές μου. Γιατί να πληρώσει αυτή τα δικά μου λάθη; Ήδη την είχα πληγώσει πολύ με το οικοπεδάκι. Ένα όνειρο είχε η Ναυσικά. Όταν με το καλό τα παιδιά φτάνανε στην ηλικία που το καθένα θα είχε την δική του ζωή και μεις θα βγαίναμε στην σύνταξη, να χτίζαμε εκεί ένα μικρό σπιτάκι και να περνούσαμε ήρεμα και γαλήνια τα γεράματα μας. Και το όνειρο αυτό της το διέλυσα εγώ με τις μωροφιλοδοξίες μου. Έφταιγα εγώ θα μου πείτε; Τότε όλοι έτσι σκεφτόντουσαν και ενεργούσαν. Και οι πολιτικοί μας αυτό έλεγαν: «Η οικονομία πάει καλά και το χρηματιστήριο θα συνεχίσει να ανεβαίνει». Ακόμα και όταν άρχισε η κατρακύλα το ίδιο παραμύθι μας έλεγαν. Άνθρωπος είμαι. Παρασύρθηκα. Βέβαια, θα μου πείτε, στην ηλικία μου έπρεπε να γνωρίζω πως δουλεύει το σύστημα. Να γνωρίζω ότι όλο αυτό το οικοδόμημα το έφτιαξαν οι ισχυροί, οι πλούσιοι. Και φυσικά δεν το έφτιαξαν για να γίνουν και οι φτωχοί πλούσιοι αλλά για να πλουτίσουν οι ίδιοι ακόμα περισσότερο. Και αυτοί είναι που στηρίζουν τους πολιτικούς. Έτσι δεν είναι; Και γιατί να τους στηρίξουν; Μα για να τους προστατεύουν! Απλά πράγματα, που, ακόμα και ένα παιδί μπορεί να τα καταλάβει. Όχι εγώ, ένας ενήλικας που έχει χορτάσει όλα τα χρόνια της ζωής του από παραμύθια! Ομολογώ κύριοι δικαστές, ότι για αυτή τη βλακώδη αφέλεια μου είμαι ένοχος. Και ως ένοχος δέχθηκα την τιμωρία που μου αρμόζει. Έχασα ότι είχα και δεν είχα!
Την πάτησα σαν τον πρωτάρη που μπαίνει σε μια παράνομη λέσχη και επειδή τον αφήνουν να κερδίσει τις πρώτες παρτίδες στην πόκα, πιστεύει ότι μπορεί να τους τα πάρει χοντρά. Δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι όλοι αυτοί, χαρτοπαίχτες, ιδιοκτήτες της λέσχης, μπράβοι, όλοι τους, είναι μια κλίκα. Και τον παίζουν πόκα με σημαδεμένη τράπουλα. Που πας ρε κακομοίρη! Θα σε γδάρουν τα λαμόγια! Και να πεις ότι δεν ξέρεις πως λειτουργούν τα πράγματα… Και αν καμιά φορά κάποιος από εμάς τους «φτωχούς της ζωής» ή τους «αφελείς των λεσχών» καταφέρει να κερδίσει κάτι… για άλλοθι του συστήματος πρόκειται! Είναι το καρώτο που μας δίνουν για να έχουμε κάποια ελπίδα και να μην επαναστατήσουμε. Και τα λέω αυτά, εγώ, ένας απλός οικογενειάρχης. Που άκουσε τις σειρήνες των καρώτων τους και κόντεψα να διαλύσω την οικογένεια μου.
Θα μου πείτε τώρα, τι επιμένω με αυτά, αφού τα είπαμε. Δεν λέω, τα είπαμε. Αλλά είναι ένα από τα χρέη που δεν θα καταφέρω να ξεπληρώσω όσο θα΄ μαι σε τούτη την ζωή. Με κυνηγάει αυτή η περίοδος της ζωής μου και με κυνηγάει περισσότερο, όταν εξαιτίας μου, η Ναυσικά έγινε παραδουλεύτρα. Οι αντιρρήσεις μου βλέπετε δεν κράτησαν για πολύ. Έτσι που πήγαινε το μαγαζί, ούτε φαί δεν θα είχαμε στο τέλος. Έτσι ένα βράδυ που η Ναυσικά έθεσε πάλι το θέμα, να έβρισκε μια δουλειά δηλαδή, της είπα «Ναι». Με πλήγωσε αυτό το «Ναι». Γιατί στην ουσία του ήταν «Όχι»…
«Όχι» στις υποσχέσεις που τις είχα δώσει πριν παντρευτούμε ότι θα την έχω σαν βασίλισσα. «Όχι» στα όνειρα μας. «Όχι» στην οικογένεια μας. «Όχι» στις δικές μας στιγμές. «Όχι» στο ταξίδι στην Ρώμη. Ναι, ήταν το τελειωτικό «Όχι»! Ένα «Όχι» στην ίδια μας την ζωή. Στα θέλω μας. Στην πορεία μας. Στους στόχους μας. Ίσως όλα αυτά να τα είχαμε βάλει ήδη στην άκρη, χρόνια πριν. Μα μες στο μυαλό μας ζούσαν. Είχαμε την ελπίδα πως θα τα ανασύρουμε, πως κάποτε, έστω και αργά, θα τα κάναμε πράξη. Μα λέγοντας αυτό το «Ναι» έβαλα μια μεγάλη τελεία στα όνειρα μας. Τους είπα «Όχι»!
Η Ναυσικά λοιπόν έπιασε δουλειά σε ένα σπίτι, οικιακή βοηθός, παραδουλεύτρες της έλεγαν παλιότερα. Για ένα χρόνο σχεδόν αυτή συντηρούσε το σπίτι. Είχαν χαθεί στο παρελθόν οι στιγμές που τα οικονομικά μας ήταν ανθηρά. Το μαγαζί ίσα που έβγαζε τα έξοδα του και το ενοίκιο του σπιτιού μας. Είχα αρχίσει να νιώθω άχρηστος. Πίστευα ότι όλοι οι άνθρωποι με έδειχναν με το δάκτυλο και με έκαναν παράδειγμα προς αποφυγή. Τα παιδιά ήταν μονίμως στεναχωρημένα. Έβλεπαν και μένα που ήμουν συνεχώς αμίλητος… Μάλιστα πήραμε την απόφαση να σταματήσουμε για μια χρονιά την ξένη γλώσσα από τον Περικλή μιας και το φροντιστήριο από την Ευρυδίκη δεν μπορούσαμε να το σταματήσουμε, ήταν η τελευταία της χρονιά πριν τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο.
Δεν θα σας μαυρίσω την ψυχή περιγράφοντας εκείνες τις θλιβερές μέρες. Δεν έχει νόημα εξάλλου. Και η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν οι χειρότερες. Αυτές ακολούθησαν.
Λένε ότι το ένα κακό φέρνει το άλλο. Και σε μένα ήρθαν μαζεμένα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν την μέρα, στο λίγο χρόνο που μου απέμεινε. Ήταν Παρασκευή, στα μέσα του Νοέμβρη. Ήταν λίγος καιρός που δεν ένιωθα καλά. Στην αρχή τόριξα στην στεναχώρια μου. Όμως οι πόνοι με έκαναν να πάω στο γιατρό, να κάνω κάποιες εξετάσεις. Εγώ δεν ήθελα, η Ναυσικά επέμενε. Τέλος πάντων, πήγα έκανα τις εξετάσεις και εκείνη την Παρασκευή πήγα να πάρω τις απαντήσεις. Ο γιατρός ήταν περισσότερο σοβαρός από ότι συνήθως. Με κοίταξε για λίγο στα μάτια, έβαλε τα δυο του χέρια στο πηγούνι και με φωνή που προσπαθούσε να την κρατήσει σταθερή μου είπε το φοβερό νέο: Είχα καρκίνο. Πάγωσα.
Δεν μπορώ να περιγράψω τι ένιωθα εκείνες τις πρώτες στιγμές, ούτε μπορώ να σας πω τι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Ο γιατρός για να καθησυχάσει λίγο μου είπε ότι με την κατάλληλη θεραπεία είχα ελπίδες να ζήσω, όμως η ουσία ήταν πως δεν είχα πολύ ζωή μπροστά μου.
Γύρισα σπίτι μετά από τρεις ώρες. Τρεις ώρες περπατούσα στην πόλη λες και η συλλογή εικόνων θα απάλυνε το αναπόφευκτο. Όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, όμως όταν ξέρεις τον χρόνο του θανάτου σου τα πάντα είναι διαφορετικά. Αυτό που με βασάνισε περισσότερο κατά την διάρκεια της πεζοπορίας μου ήταν η οικογένεια μου. Πως τους το λένε και τι τους λένε. Και αποφάσισα να μην τους πω την αλήθεια. Θα πληγωθούν που θα πληγωθούν με τον θάνατο μου, δεν ήθελα να τους κάνω αυτόν τον πόνο μεγαλύτερο. Τους είπα το λιγότερο, ότι είχα ένα μικρό πρόβλημα με τα νεφρά μου και πως με την κατάλληλη θεραπεία όλα θα πήγαιναν καλά.
Η Ναυσικά, είμαι σίγουρος γι΄ αυτό, κατάλαβε ότι έλεγα ψέματα, μα δεν είπε τίποτα. Και το απόγευμα εκείνης της Παρασκευής ήρθε και το άλλο μαντάτο. Η οικογένεια που δούλευε η Ναυσικά θα έφευγε από την πόλη σε ένα μήνα και έτσι δεν θα την χρειάζονταν άλλο… Η Ναυσικά μου έλεγε να μην στεναχωριέμαι, πως θα έβρισκε αλλού δουλειά, αλλά εμένα άλλα με βασάνιζαν… σε λίγους μήνες θα έμεναν μόνοι! Και τελείως απροστάτευτοι. Έπρεπε κάτι να κάνω. Να τους βοηθήσω. Να έβρισκα λεφτά…
Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από κει και κύριοι δικαστές σαν να με χτύπησε ρεύμα, μου ήρθε η ιδέα: τα λεφτά είναι στις τράπεζες! Ναι, τότε ήταν που πήρα την απόφαση που έγινε η αιτία να βρίσκομαι εδώ. Στην αρχή είχα διλλήματα. Πώς να το κάνω, αν πρέπει, ξέρετε τώρα τι μπορεί να βασανίζει έναν άνθρωπο νομοταγή! Όμως η θέληση μου να αφήσω ένα αποκούμπι στην Ναυσικά και στα παιδιά μου υπερίσχυσαν των διλλημάτων μου. Τρία πράγματα χρειαζόμουνα. Θάρρος, θράσος και ένα ψεύτικο πιστόλι. Ναι, δεν σκέφτηκα ποτέ να βρω ένα αληθινό όπλο. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια και δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει καμιά φορά… λεφτά ήθελα όχι να πάρω κανέναν άνθρωπο στο λαιμό μου!
Τα βρήκα και τα τρία, δηλαδή βρήκα το ψεύτικο πιστόλι, βρήκα ένα ψευτοθράσος και ελάχιστο θάρρος. Όταν μπήκα στην πρώτη τράπεζα να κλέψω ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω από την αγωνία μου. Τα λεφτά που πήρα δεν ήταν πολλά, μόλις δέκα χιλιάδες Ευρώ… άσχετα αν οι εφημερίδες την άλλη μέρα έγραψαν για εκατό χιλιάδες! Υπερβολές του Τύπου. Και μένα με παρουσίαζαν σαν έναν τρομερό και επικίνδυνο εγκληματία: «Ο ληστής, που δεν φορούσε μάσκα, έσπειρε τον τρόμο χθες το πρωί, και απειλώντας με περίστροφο τους υπαλλήλους και τους πελάτες, απέσπασε εκατό χιλιάδες Ευρώ»!. Οι περιγραφές ήταν απίστευτες. Ακόμα και εγώ φοβήθηκα με τον εαυτό μου. Η μόνη αλήθεια που έγραψαν ήταν ότι δεν φορούσα μάσκα. Δεν με ενδιέφερε.
Στην δεύτερη ληστεία η δημόσια εικόνα μου άλλαξε: «Ο ληστής που δεν φορούσε για άλλη μια φορά μάσκα, αν και απείλησε με περίστροφο τους υπαλλήλους ήταν ευγενικός απέναντί τους».
Ναι, ήμουν ευγενικός. Την δουλειά τους έκαναν οι άνθρωποι και πήγαινα εγώ να τους χαλάσω την μέρα και να τους τρομοκρατήσω. Έκανα άλλες τρεις ληστείες και πια ένιωθα πως γινόμουν συμπαθής στον κόσμο. Μόνο που δεν τα υπολόγιζα καλά. Πίστευα ότι με μια – δυο ληστείες θα συγκέντρωνα ένα αξιόλογο ποσό και θα σταματούσα. Όμως όσο εύκολα μπορεί να σε κλέψει νομότυπα μια τράπεζα, τόσο δύσκολα μπορείς να της αποσπάσεις χρήματα. Πέντε ληστείες και είχα μαζέψει 85.000 Ευρώ. Και είχα εκτεθεί… άλλο να κάνεις μια ληστεία χωρίς μάσκα, άλλο πέντε!
Είχαν την φωτογραφία μου από τις κάμερες παρακολούθησης και αποφάσισαν να με επικηρύξουν! Πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ σε όποιον με κατέδιδε, ήμουν έτοιμος να καταδώσω εγώ τον εαυτό μου! Όλες οι εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδη την φωτογραφία μου. Δεν είχα πια καμιά ελπίδα. Θα με έπιαναν.
Από τις εφημερίδες είδε και η Ναυσικά τα κατορθώματα μου. Τι να πεις και τι να εξηγήσεις. Τα είπα όλα, για τον καρκίνο, για τους φόβους μου, για την ανάγκη μου να τους εξασφαλίσω. Δεν θα σας κουράσω με τις κουβέντες που έκανα με την Ναυσικά και τα παιδιά.
Απλά, την ίδια μέρα, τι μέρα δηλαδή νύχτα ήταν, έφυγα από το σπίτι για να μην με βρουν. Ήταν σίγουρο ότι κάποιος γείτονας ή γνωστός θα έδινε την κατάλληλη πληροφορία στην αστυνομία. Ήταν μάλιστα περίεργο που δεν με είχαν βρει ακόμα. Στην Ναυσικά είπα να μην ανησυχεί, ήξερα που να κρυφτώ και ότι θα της τηλεφωνούσα την επόμενη μέρα. Η αλήθεια είναι ότι γυρνούσα στους δρόμους και σκεφτόμουν πως τα είχα καταφέρει έτσι! Όσο μου απέμεινε να ζήσω να είμαι μακριά από τους ανθρώπους που αγαπώ και μ΄ αγαπάν.
Το πρωινό με βρήκε σε ένα παγκάκι, ταλαιπωρημένο και κουρασμένο. Τον είδα να πλησιάζει μα δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Έβγαλε από την τσέπη του μια φωτογραφία και την κοίταξε. Για μια στιγμή έμεινε αναποφάσιστος. Άνθρωπος είναι και αυτός. Φοβήθηκε. Ήρθε δίπλα μου κρατώντας κρυφά δήθεν το όπλο του. Σηκώθηκα και του έδωσα τα χέρια για να μου περάσει χειροπέδες…
Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Τα λεφτά τα πήραν πίσω… σχεδόν όλα! Είχα κρύψει λίγα, δεν θα σας πω που, αυτό θα το μάθει η Ναυσικά όταν πεθάνω, σε δυο μήνες από τώρα! Ένα μέρος από αυτά είναι για την κηδεία μου, να μην τρέχουν για δανεικά τέτοιες δύσκολες ώρες και τα υπόλοιπα τα άφησα για να κάνουν πράξη την τελευταία μου επιθυμία. Να κάνουν όλοι μαζί ένα ταξίδι στην Ρώμη. Την Ρώμη που δεν αξιώθηκα να δω εγώ.
Καταλάβατε λοιπόν κύριοι δικαστές γιατί γέλασα με τα «είκοσι χρόνια κάθειρξη», δυο μήνες και πολύ σας είναι. Τυπικά είχατε δίκιο, αν και μου επιβάλλατε την ανώτερη ποινή. Ίσως επειδή έπρεπε να ικανοποιήσετε, όχι το κοινό αίσθημα, αλλά το σύστημα. Ποιος ήμουν εγώ, ούτε καν ένας εγκληματίας της προκοπής δεν ήμουν, που θα έπαιρνε από τους «κλέφτες» τα «κλεμμένα» λεφτά τους. Και τελειώνοντας να σας πω κύριε εισαγγελέα, να μην μου ασκήσετε δίωξη για εξύβριση και συκοφαντία εναντίον των τραπεζών και της δικαιοσύνης. Δεν θα προλάβετε, πιστέψτε με, να φέρετε την υπόθεση μέχρι το ακροατήριο. Μόνο αν θέλετε, διατάξτε να με βάλουν σε ένα κελί που να έχει δυτικό παράθυρο, να βλέπει προς την Ρώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου